- τζελατίνα
- ηζελατίνα (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τζελατίνα — η, Ν η ζελατίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gelatina < λατ. gelatus «παγωμένος» (πρβλ. ζελατίνα)] … Dictionary of Greek
ζελατίνα — ζελατίνα, η και τζελατίνα, η (λ. ιταλ.), ζωική κόλλα που παρασκευάζεται από τους χόνδρους και τα κόκαλα των ζώων: Η επιφάνεια των φιλμς καλύπτεται με ένα λεπτό στρώμα ζελατίνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)